φαλίρω

φαλίρω
φαλίρω και φαλιρίζω (λ. ιταλ.), φαλίρισα, φαλιρισμένος, αμτβ., πτωχεύω, χρεοκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά: Φαλίρισε ο υφασματέμπορος κι έγινε εργάτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαλίρω — Ν πτωχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fallire «καταστρέφομαι, αποτυγχάνω»] …   Dictionary of Greek

  • φαλιρίζω — Ν φαλίρω, πτωχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλίρω κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πτωχεύω — ΝΜΑ [πτωχός] νεοελλ. κηρύσσομαι σε πτώχευση, αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, κν. φαλίρω μσν. αρχ. είμαι φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία (α. «πτωχεύειν ἤρξατο ὁ τὰ πλούσια δῶρα χαριζόμενος», Μηναί. β. «ἤ πῶς ἄν οὗτος… …   Dictionary of Greek

  • φαλίρισμα — το, Ν [φαλίρω / ίζω] φαλιμέντο, πτώχευση …   Dictionary of Greek

  • χρεωκοπώ — και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, έω, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση 2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε …   Dictionary of Greek

  • πτωχεύω — πτώχευσα, και φτωχεύω φτώχεψα, αδυνατώ να πληρώσω τα χρέη μου, χρεοκοπώ, φαλίρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλιρίζω — φαλίρισα, φαλιρισμένος, βλ. φαλίρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχεύω — φτώχεψα, φτωχεμένος 1. αμτβ., γίνομαι φτωχός, φτωχαίνω. 2. (νομ.), έρχομαι σε κατάσταση φτώχεψης (βλ. λ.), δεν μπορώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, χρεοκοπώ, φαλίρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”